- ομοδογματία
- ὁμοδογματία, ἡ (Α) [ομοδογματώ]συμφωνία στις αρχές ή στη γνώμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοδογματίαν — ὁμοδογματίᾱν , ὁμοδογματία agreement in opinion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)